ανθρωποσωτήριος

ανθρωποσωτήριος
α, ο [ος , ον ] спасительный; целебный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθρωποσωτήριος" в других словарях:

  • ανθρωποσωτήριος — α, ο 1. αυτός που σώζει ανθρώπους, που προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που υποφέρουν 2. αυτός που σώζει, που βοηθά την ανθρωπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Λόγιο Ερμή] …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποσώστης — ο ( σώτειρα, η) 1. ο ανθρωποσωτήριος* 2. ο σωτήρας της ανθρωπότητας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»